- στιλβηδων
- στιλβηδών-όνος ἥ сверкание, блеск
(τῶν ὀφθαλμῶν στιλβηδόνες Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τῶν ὀφθαλμῶν στιλβηδόνες Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
στιλβηδών — όνος, ΜΑ βλ. στιλβηδόνα … Dictionary of Greek
στιλβηδόνα — η / στιλβηδών, όνος, ΝΜΑ στιλπνότητα, λαμπρότητα, στίλβη μσν. αρχ. ακτινοβολία (α. «στιλβηδόνες ὀφθαλμῶν», Φιλόδ. β. «ἡ τῶν ὅπλων στιλβηδῶν», Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στίλβω + εκφρ. επίθημα ηδών (πρβλ. ἀχθ ηδών, λαμπ ηδών)] … Dictionary of Greek